- φιλεύτακτος
- φῐλεύ-τακτος, ον, devoted to discipline,A
ἐφηβοσύνα AP6.282
(Theod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐφηβοσύνα AP6.282
(Theod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλεύτακτος — ον, Α αυτός που αγαπά την τάξη και την ευπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὔτακτος «τακτοποιημένος»] … Dictionary of Greek
φιλευτάκτου — φιλεύτακτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)